Όταν οι Γερμανοί έφεραν τον Μεσαίωνα στην Ευρώπη
«Θα πάμε ανατολικά, στους Βησιγότθους» «Δηλαδή οι Βησιγότθοι είναι οι Γότθοι της Ανατολής;» «Οχι, οι Γότθοι της Ανατολής είναι οι Οστρογότθοι, οι Βησιγότθοι είναι οι Γότθοι της Δύσης, αλλά οι Γότθοι της Δύσης είναι ανατολικά ως προς εμάς, κατάλαβες;» «Όχι!»
Ο διάλογος είναι ανάμεσα σε Αστερίξ και Οβελίξ στο επεισόδιο «Ο Αστερίξ και οι Γότθοι». Ήταν μόλις το τρίτο της σειράς και πρωτοάρχισε να δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1961 και σε άλμπουμ το 62. Καθώς ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν αρκετά πρόσφατος, το συγκεκριμένο επεισόδιο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εκτόξευση της σειράς σε κυκλοφορία και σε επιρροή στους Γάλλους, λαό παραδοσιακά σωβινιστή, αλλά και με φανατικά αντιγερμανικά αισθήματα. Αυτά τα τελευταία χρειάστηκαν δεκαετίες ώσπου να πειθαναγκαστούν να τα αφήσουν κατά μέρος από το 2007 και μετά, περίοδο της εθελοδουλίας των Σαρκοζί και Ολάντ προς την Μέρκελ. Σ' αυτά άλλωστε ποντάρει κατά κόρον η Μαρίνα ΛεΠέν, επιδιώκοντας να τα αναβιώσει.
Οι ιστορίες του Αστερίξ εκτυλίσσονται το 50 π.Χ., περίοδο των Γαλατικών Πολέμων του Ιουλίου Καίσαρα. Χρειάστηκε λοιπόν ένας αναχρονισμός δυόμιση αιώνων ως το 200 μ.Χ., όταν έχουμε τις πρώτες εισβολές των γερμανικών φύλων και φυλών στην Ευρώπη (πάλι καλά, στο «Αστερίξ και Νορμανδοί» ο αναχρονισμός φτάνει τους εννιά αιώνες!)
Ο 3ος αιώνας μ.Χ. βρήκε τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σε μια κατάσταση διάλυσης. Ένα αχανές κράτος με μια τόσο συγκεντρωτική εξουσία, κυριολεκτικά στα χέρια ενός ατόμου, απαιτούσε τουλάχιστον αυτό το άτομο να είναι ικανό. Ο τελευταίος αυτοκράτορας που μπορούσε να ανταποκριθεί σε τέτοιο ρόλο ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος, που πέθανε το 180 και άφησε πίσω του χάος. Σε κάθε περιοχή ο κάθε χιλίαρχος περιμάζευε λεγεωνάριους και συγκροτούσε ιδιωτικό στρατό, που πολεμούσε κατ' αρχήν εναντίον των αντίστοιχων γειτονικών χιλίαρχων.
Τα σύνορα της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα τα βορειοανατολικά, ήταν πλέον ανύπαρκτα. O αυτοκράτορας Αλέξανδρος Σεβήρος συνεχώς δωροδοκούσε τους πολλούς και διάφορους αρχηγούς των γοτθικών ορδών που είχαν μαζευτεί βόρεια από τον Δούναβη, προκειμένου να καθυστερήσει όσο ήταν δυνατόν τη μαζική εισβολή. Η δολοφονία του το 235 άνοιξε τον ασκό του Αιόλου, με ορδές να προελαύνουν προς κάθε κατεύθυνση λεηλατώντας ό,τι είχε απομείνει.
Η εξαθλίωση των υπηκόων της αυτοκρατορίας, από τις πυκνοκατοικημένες συνοικίες της Ρώμης ως τα πιο μακρυνά σύνορα, ήταν τέτοια ώστε δεν υπήρχε τίποτα πιο εύκολο από την εμφάνιση μιας επιδημίας. Ήδη το 169 ο «Λοιμός του Μάρκου Αυρηλίου» είχε εξολοθρεύσει εκατομμύρια κόσμο και από τις (περιέργως ανεπαρκείς) περιγραφές του Γαληνού οι ειδικοί συμπεραίνουν σήμερα ότι επρόκειτο για ευλογιά ή ιλαρά. Από το 240 και μετά πολλά ακόμη εκατομμύρια πέθαναν από τον «Λοιμό του Αγίου Κυπριανού», που πήρε το όνομά του από τον Επίσκοπο Καρχηδόνας ο οποίος τον περιέγραψε. Και αυτή τη φορά επρόκειτο για ιλαρά ή ευλογιά. Δεν ξέρουμε ποιος από τους δυο ιούς ήταν κάθε φορά, αλλά οι πάρα πολλοί θάνατοι στο δεύτερο λοιμό δείχνουν έλλειψη ανοσίας των θυμάτων, άρα κάθε φορά ήταν διαφορετικός ιός. Το γεγονός είναι ότι όχι μόνο η ύπαιθρος, αλλά και ολόκληρες πόλεις περί το 250 είχαν ερημώσει τελείως. Οσο για τον αυτοκράτορα Δέκιο, όλο κι όλο που έκανε ήταν να αποφανθεί ευφυώς ότι για το λοιμό έφταιγαν οι Χριστιανοί και να βρει ευκαιρία να εξαπολύσει τον προτελευταίο μεγάλο διωγμό (ο τελευταίος ήταν επί Διοκλητιανού).
Μια από τις πρώτες ιστορικές πληροφορίες που περιμένουν τους επισκέπτες στην Ακρόπολη της Αθήνας είναι και η πυρπόληση των μνημείων, κυρίως του Παρθενώνα, από τους Ερουλους το 267. Δεν ήταν μόνο η Ακρόπολη θύμα των καταστροφέων, αλλά ολόκληρη η πόλη και τα μνημεία της. Η Αθήνα ήδη από την εποχή του Αδριανού (117-138 μ.Χ.) είχε ξαναβρεί αρκετή από την παλιά αίγλη και είχε αποκτήσει ξανά πολλά μνημεία, αναπληρώνοντας εκείνα που είχαν καταστρέψει και κατακλέψει οι βετεράνοι του Σύλλα το 86 π.Χ. Στην ίδια ή σε άλλες επιδρομές οι Ερουλοι λεηλάτησαν την περιοχή του Βυζαντίου (βρισκόμαστε πριν την ίδρυση της Κωνσταντινούπολης), την Λήμνο, την Σκύρο, την Σπάρτη και την Κόρινθο, με καταστροφές όσες και στην Αθήνα
Οι λαοί που μόνο καταστρέφουν, χωρίς να δημιουργούν το παραμικρό, είναι επόμενο να παραδίδονται στη λήθη της Ιστορίας, αφού δεν αφήνουν πίσω τους αρχαιολογικά δεδομένα (εκτός από ένα «στρώμα καταστροφής»). Για τους Ερουλους ξέρουμε ότι ήταν τευτονικός λαός και συγγένευαν περισσότερο με τους Οστρογότθους και τους Βανδάλους παρά με τους Βησιγότθους. Τον 3ο αιώνα ωστόσο συνέδεσαν την τύχη τους με τους τελευταίους, όταν μαζί εισέβαλαν περνώντας τον Δούναβη προς τη νότια Ευρώπη, προκειμένου να γλιτώσουν από την επιθετικότητα των Ούννων.
Σχετικά με τους όρους «Βησιγότθοι» και «Οστρογότθοι», ας σημειωθεί ότι, όποτε ξανα-μανα-τίθεται θέμα ανωτερότητας της γερμανικής φυλής, επανεμφανίζονται οι παρετυμολογίες «Σοφοί Γότθοι» για τους πρώτους και «Λαμπροί Γότθοι» για τους δεύτερους. Οι Βησιγότθοι πάντως ιστορικά συναντώνται και με τον όρο «Θουρίγγιοι» (Thervingi), που σημαίνει «Άνθρωποι του δάσους».
Η εισβολή των Βησιγότθων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, συγκεκριμένα στην Δακία (Ρουμανία) χρονολογείται από τους ιστορικούς στο 235. Για περισσότερα από τριάντα χρόνια λεηλατούσαν τις γύρω περιοχές, ώσπου ο Αυρηλιανός να τους νικήσει το 269 στην Μάχη της Ναϊσσού (η Νίς στην σημερινή Σερβία) και να τους περιορίσει στην σημερινή Βουλγαρία. Εκεί θα παρέμεναν για έναν αιώνα και θα ασπάζονταν τον Χριστιανισμό, αλλά όχι με την επίσημη «τριαδική» εκδοχή, που είχε επιβάλει η εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδος, αλλά με την «αρειανική». Ο Άρειος, πρεσβύτερος από την Αλεξάνδρεια, πρέσβευε ότι ο Χριστός δεν ήταν προαιώνιος, τακτικό μέλος της Αγίας Τριάδας, αλλά μεταγενέστερο δημιούργημα του Θεού. Χρειάστηκε ολόκληρη Οικουμενική Σύνοδος το 325 στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου 318 Θεοφόροι Πατέρες κατακεραύνωσαν τον Άρειο. Αυτό δεν εμπόδισε τους Βησιγότθους να ασπασθούν το 341 τον Αρειανισμό. Κατά τα άλλα, η πολεμόχαρη ιδιοσυγκρασία και ο φανατισμός τους τούς έκανε ιδανικούς για πρόσληψη στον αυτοκρατορικό στρατό ή την φρουρά.
Η μεγάλη πείνα που είχε ξεσπάσει τα εδάφη της βόρειας Θράκης έκανε ώστε το 378 να επαναστατήσουν οι εκεί εγκατεστημένοι Βησιγότθοι και να νικήσουν τον στρατό του αυτοκράτορα Ουάλη (Valens), ο οποίος σκοτώθηκε στη μάχη της Αδριανούπολης. Η σύντομη συμβασίλευση του Γρατιανού με τον Θεοδόσιο κατόρθωσε να τους ηρεμήσει ακριβώς με τη μέθοδο που προαναφέραμε, προσλαμβάνοντας πάρα πολλούς σε στρατό και φρουρά. Η ενασχόληση με τον Αρειανισμό κόπηκε προσωρινά περί το 380 με τα εντελώς μισαλλόδοξα διατάγματα του Θεοδόσιου, που καταργούσαν κάθε έννοια ανεξιθρησκείας. Ο φανατισμός όμως παρέμενε με τις χειρότερες μορφές του, με κορύφωμα τη Σφαγή της Θεσσαλονίκης.
Τον Απρίλιο του 390, ο Βησιγότθος στρατιωτικός διοικητής της πόλης Βουθέριχος διέταξε την θανάτωση του πιο δημοφιλούς αρματοδρόμου, με πρόσχημα ότι η ιδιωτική του ζωή παρέβαινε τον Λόγο του Θεού. Οι Θεσσαλονικείς εξεγέρθηκαν και, με εντολή του Θεοδόσιου, στη διάρκεια της επόμενης αρματοδρομίας και με τους θεατές σε μεγάλη αναταραχή, η βησιγοτθική φρουρά έκλεισε τις πύλες του Ιπποδρομίου και έσφαξε 7 χιλιάδες κόσμο. Ο Θεοδόσιος εκείνη την εποχή διέμενε στο Μιλάνο και ο τοπικός επίσκοπος Αμβρόσιος τού απαγόρευσε όχι μόνο τη μετάληψη, αλλά ακόμη και να παραστεί στη λειτουργία.
Στη βάρβαρη κληρονομιά που άφησε ο Θεοδόσιος (ο Μέγας!!!) πρέπει να προστεθεί και η τρίτη φάση καταστροφής της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας (η πρώτη έγινε επί Ιουλίου Καίσαρα, η δεύτερη επί Αυρηλιανού και η τέταρτη από τους Άραβες). Ένα μέρος της Βιβλιοθήκης στεγαζόταν στο Σεράπειο ιερό και ο Θεοδόσιος απαγόρευσε τη λειτουργία του και οι Βησιγότθοι του κατέστρεψαν το περιεχόμενό του.
Στην εκστρατεία του Θεοδόσιου το 394 για την εξόντωση του υποψήφιου σφετεριστή Ευγένιου είχε συμμετάσχει και ένας Βησιγότθος αξιωματικός ονόματι Αλάριχος (στα παλαιογερμανικά το όνομα σήμαινε «Μεγάλος Αρχηγός»). Την επόμενη χρονιά, ο θάνατος (επιτέλους!) του Θεοδόσιου έμελλε να αλλάξει την Παγκόσμια Ιστορία, με την επίσημη διαίρεση της αυτοκρατορίας (όσης είχε απομείνει) σε Ανατολική και Δυτική, με κάθε κομμάτι να τραβάει εντελώς ξεχωριστό δρόμο και τους ποικίλους γερμανογότθους να παίζουν καθοριστικό ρόλο. Εξίσου καθοριστικός για την Ιστορία θα ήταν και ο ρόλος του Αλάριχου.
Στα τελευταία χρόνια του Θεοδόσιου και τους πρώτους μήνες του Αρκάδιου, στην Κωνσταντινούπολη ουσιαστικά κυβερνούσε ως γκρίζα προσωπικότητα ο γαλατικής καταγωγής Ύπατος Φλάβιος Ρουφίνος. Με το θάνατο του Θεοδόσιου, ο Αλάριχος περίμενε να ωφεληθεί από τις ανακατατάξεις στο στράτευμα και να προαχθεί σε στρατηγό. Είχε μάλιστα ως μοχλό πίεσης ένα ουσιαστικά ιδιωτικό στράτευμα, συνδυασμό ρωμαϊκής λεγεώνας και βαρβαρικής ορδής, με το οποίο βάδισε κατά της Βασιλεύουσας όταν φάνηκε ότι η προαγωγή του ήταν άπιαστο όνειρο. Ο δαιμόνιος Ρουφίνος τον έπεισε εύκολα να περιμαζέψει το ασκέρι του από τα περίχωρα της Πόλης και να εκστρατεύσουν να λεηλατήσουν κατά βούλησιν όλες τις ειδωλολατρικές επαρχίες δυτικά και νότια, δηλαδή ολόκληρη τη σημερινή Ελλάδα.
Ενώ ο Αλάριχος τον Νοέμβρη του 395 είχε ήδη καταστρέψει Θράκη και Μακεδονία και είχε εισβάλει στη Θεσσαλία, ο μισο-Ρωμαίος μισο-Βάνδαλος στρατηγός Στηλίχων βάδισε από την Ιλλυρία κατά των Βησιγότθων. Τότε έφτασε εντολή (από τον Αρκάδιο;) να επιστρέψει στην Ιλλυρία. Αμέσως μετά, στην Πόλη ο Ρουφίνος δολοφονήθηκε από τους δικούς του στρατιώτες και στην θέση του (ας την ονομάσουμε Μέγας Αρχιραδιούργος) αυτοδιορίστηκε ο ευνούχος Ευτρόπιος. Οι ρόλοι του Ρουφίνου, του Αρκάδιου και του Ευτρόπιου, σχετικά με την παράδοση της ειδωλολατρικής Ελλάδας στους ευλαβείς Χριστιανούς Βησιγότθους του Αλάριχου, έμειναν και θα μείνουν για πάντα αδιευκρίνιστοι.
Αφού κατέστρεψε Θεσσαλία, Φθιώτιδα και Βοιωτία, η ορδή των Βησιγότθων έφτασε στην Αθήνα. Η παράδοση θέλει τον Αλάριχο, τη νύχτα που είχαν στρατοπεδεύσει έξω από την πόλη, να βλέπει στον ύπνο του την θεά Αθηνά και να τρομάζει λύνοντας την πολιορκία. Τα ιστορικά στοιχεία όμως συγκλίνουν στο ότι οι Αθηναίοι παρέδωσαν την πόλη αμαχητί, μην έχοντας τίποτα πια να χάσουν, μέσα στον εξαθλιωμένο ερειπιώνα που ζούσαν. Υπάρχουν και πολύ μεταγενέστερες εικόνες που δείχνουν τον Αλάριχο να παρελαύνει μέσα στην πόλη. Μετά την Αθήνα πάντως σειρά είχε η Ελευσίνα, την οποία κατέστρεψε ολοκληρωτικά, αφού εκεί τελούνταν τα πιο σοκαριστικά για τους Χριστιανούς Μυστήρια.
Σειρά για να ισοπεδωθούν είχαν Κόρινθος, Νεμέα, Άργος, Σπάρτη. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι ειδικοί έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν αν το στρώμα καταστροφής του κάθε χώρου οφείλεται σε βαρβαρική επιδρομή ή στην εντονότατη σεισμική δραστηριότητα της περιόδου 365-600 μ.Χ. στον ελλαδικό χώρο. Για παράδειγμα, ενώ ο σεισμός κάνει τους κίονες ενός ναού να πέφτουν παράλληλα, οι βάρβαροι Χριστιανοί τούς έκαναν να πέφτουν πάντα προς τα έξω ανεξαρτήτως προσανατολισμού, επειδή τούς έδεναν με σχοινιά που τραβούσαν βόδια.
Επί ενάμιση χρόνο υπέφερε η Πελοπόννησος, ώσπου ο Στηλίχων έκανε απόβαση στα παράλια της Ηλείας και παγίδευσε τον Αλάριχο στον Ερύμανθο, στο οροπέδιο της Φολόης. Δεν ξέρουμε τι διαταγές από Κωνσταντινούπολη είχε πάλι ο Βάνδαλος, πάντως, ενώ μπορούσε να εξοντώσει τους Βησιγότθους, τούς άφησε να περάσουν στο Αντίρριο και να φύγουν προς Ηπειρο.
Φαίνεται ότι η υποχώρηση του Αλάριχου είχε να κάνει με υπόσχεση για την πολυπόθητη προαγωγή του σε στρατηγό, η οποία έγινε ακριβώς τότε και του έδωσε την δυνατότητα να έχει έναν εντελώς δικό του στρατό με κρατικά έξοδα. Δεύτερη ωφέλεια, μόλις βρέθηκε μακρυά από την εμβέλεια της Κωνσταντινούπολης, ξανάρχισε να ασκεί την λατρεία με βάση το Αρειανό δόγμα, ανακατεμένο με πολλές γοτθικές παγανιστικές τελετές. Αναφέρεται ότι μόνο το Πάσχα τηρούσε κατά γράμμα, προφανώς επειδή σε κάτι τον εξυπηρετούσε.
Με αυτόν τον στρατό πάντως για τα επόμενα δώδεκα χρόνια θα προσπαθούσε τρεις φορές να καταλάβει τη Ρώμη. Την πρώτη (401) τον νίκησε πάλι ο Στηλίχων, την δεύτερη (409) έλυσε την πολιορκία κατόπιν διαπραγματεύσεων με τη Σύγκλητο, αφού επέβαλε για αυτοκράτορα-μαριονέτα τον Έλληνα Πρίσκο Άτταλο. Η τρίτη (410) ήταν και η μοιραία για την πόλη. Στις 24 Αυγούστου η γοτθική ορδή εισέβαλε, έσφαξε απροσδιόριστο αριθμό κατοίκων και επί τρεις μέρες έκαιγε όλη την πόλη, εκτός από τις χριστιανικές εκκλησίες (ά, όλα κι όλα, ή είμαστε Χριστιανοί ή δεν είμαστε!). Στη συνέχεια προχώρησαν προς την Καλαβρία, όπου ο Αλάριχος πέθανε ίσως από πνευμονία φτάνοντας στην ορεινή Κοζέντσα μέσα στο καταχείμωνο. Η ταφή του έγινε μέσα στη λάσπη στην όχθη ποταμού, σύμφωνα με το γοτθικό παγανιστικό έθιμο.
Μπορεί οι Βησιγότθοι και οι Ερουλοι να είχαν συνδεθεί με την ανατολική ή τη δυτική αυτοκρατορία, άλλοτε με εισβολή και πόλεμο, άλλοτε με ειρηνική διείσδυση και άλλοτε με δημοσιοϋπαλληλική σχέση, πάντως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχαν σχεδόν τελείως απαλλαγεί από την πίεση των Ούννων. Απέμεναν οι Οστρογότθοι και οι Βάνδαλοι, οι οποίοι, ως το 450 και την αναταραχή που ακολούθησε τον θάνατο του Αττίλα, είχαν υποταγεί στους Ούννους στην σημερινή κεντροανατολική Ευρώπη.
Εδώ ίσως πρέπει να σημειώσουμε μια πολύ συνηθισμένη ιστορική ανακρίβεια: Στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και μεταγενέστερα, οι Αγγλοι και οι Αμερικάνοι, όποτε αναφέρονταν στους Ναζί, τους αποκαλούσαν «Ούννους». Από την καθαρά ρατσιστική πλευρά, αυτό είναι λάθος, γιατί οι Ούννοι ήταν μεν πολεμόχαροι νομάδες, πλην όμως μογγολικής καταγωγής, δηλαδή συγγένευαν φυλετικά περισσότερο με Κινέζους και Κορεάτες παρά με Γερμανούς. Στο κάτω-κάτω, υπήρχαν τόσοι Γότθοι και Βάνδαλοι εξ ίσου ή και περισσότερο βάρβαροι από τους Ούννους.
Οι Βάνδαλοι που βρίσκονταν μέσα στα (εντελώς συγκεχυμένα) όρια της Αυτοκρατορίας είχαν αρχίσει κι αυτοί να αφομοιώνονται τόσο, ώστε ο βασιλιάς τους Γινσέριχος το 442 να συμπεθεριάσει με τον Βαλεντινιανό Γ'. Ο τελευταίος δολοφονήθηκε το 455 και ο σφετεριστής Πετρώνιος Μάξιμος, μέσα σε μια επίδειξη μωροφιλοδοξίας, κατάφερε να δώσει στον Γινσέριχο το πρόσχημα να επιτεθεί στην Ρώμη. Ο Πάπας Λέων Α' άνοιξε τις πύλες και τον παρακάλεσε απλώς να μην κάνει σφαγές. Οι σφαγές όντως ήταν σχετικά λιγότερες σε σχέση με την προηγούμενη λεηλασία από τους Βησιγότθους, αλλά τώρα η πόλη καιγόταν επί δυο βδομάδες και οι Βάνδαλοι κατέστρεφαν συστηματικά ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί.
Η Ρώμη πλέον ήταν απέραντοι σωροί από ερείπια. Είναι χαρακτηριστικό το διάταγμα του αυτοκράτορα Μαγιορανού, ο οποίος από το 457 που κατέλαβε την εξουσία κατάφερε να ανορθώσει όπως-όπως την αυτοκρατορία, ανακαταλαμβάνοντας π.χ. τη Γαλατία και την Ισπανία. Το διάταγμα λοιπόν τού 458 «Περί Δημοσίων Κτηρίων» (De Aedificiis Publicis) καθόριζε τρόπους συντήρησης και αναστήλωσης των κατεστραμμένων μνημείων και τιμωρίες για τους πολίτες που τα κατεδάφιζαν (κυρίως για να πάρουν το δομικό υλικό) και για τους δημοτικούς άρχοντες που έδιναν την άδεια. Όλη η αντιμετώπιση των μνημείων διέπεται από μία λογική που πρωτοεμφανίστηκε στην Ευρώπη από το 16ο αιώνα και μετά και είναι να απορεί κανείς για το πώς μπορούσε ένας σαραντάχρονος στρατιωτικός στην παρακμασμένη Ρώμη να προτρέξει τόσο πολύ από την εποχή του, σαν να ήρθε από την Αναγέννηση. Πάντως, το διάταγμα αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος παγκοσμίως.
Από το 429, ήδη με αρχηγό τον Γινσέριχο, οι Βάνδαλοι είχαν καταλάβει όλες τις ρωμαϊκές κτήσεις της Βόρειας Αφρικής και είχαν ιδρύσει ολόκληρη αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Καρχηδόνα, την οποία θα καταλάμβανε το 533 ο στρατηγός του Ιουστινιανού Βελισάριος. Επί ένα αιώνα λοιπόν, με ορμητήριο τις αφρικάνικες ακτές, κατόρθωναν να ελέγχουν τα υπολείμματα της δυτικής αυτοκρατορίας και να προσπαθούν να ελέγξουν και την κατάσταση στο Βυζάντιο. Έτσι, το 468 στα ανοιχτά της Τυνησίας κατέστρεψαν ένα μεγάλο μέρος του βυζαντινού στόλου υπό τον Βασιλίσκο και ξεκίνησαν, υπό την αρχηγία πάντα του Γινσέριχου, να καταλάβουν την Πελοπόννησο. Έκαναν απόβαση στη Μάνη (στην Καινήπολη, ανάμεσα Γερολιμένα και Ταίναρο), αλλά ούτε που κατάλαβαν για πότε οι Μανιάτες τούς πέταξαν στη θάλασσα και για πότε είχαν τόσους πολλούς νεκρούς. Υπενθυμίζεται ότι οι Μανιάτες ήταν τότε ειδωλολάτρες και θα ήταν για τέσσερις ακόμη αιώνες. Όσο για τον Γινσέριχο και τους Βανδάλους, η επικρατέστερη εκδοχή είναι ότι αρχικά ήταν οπαδοί του τριαδικού δόγματος, αλλά από το 428 και μετά είχαν προσχωρήσει ομαδικά στον Αρειανισμό.
Οι Βάνδαλοι λοιπόν (το 468 πάντα) έφυγαν άρον-άρον από τη Μάνη και έφτασαν στη Ζάκυνθο, όπου άρπαξαν στην τύχη πεντακόσιους αιχμαλώτους, τους έδεσαν πάνω στα πλοία και τους τεμάχισαν με τσεκούρια πετώντας τα κομμάτια στη θάλασσα. Η σφαγή της Ζακύνθου και εκείνη της Θεσσαλονίκης που προαναφέραμε φαίνεται πως ήταν δυο από τις εκδηλώσεις εκείνου του υπέροχου εθίμου, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της γερμανικής παράδοσης, του λαϊκού πλούτου, του γερμανικού φολκλόρ: Εκείνου των ομαδικών αντιποίνων και της μαζικής εξολόθρευσης ολόκληρων πληθυσμών.
Φτάνουμε έτσι στη μοιραία χρονιά για την Ρώμη, το 476. Ήταν πια ένα νεκροζώντανο κράτος με έναν νεκροζώντανο «αυτοκράτορα», με λατινικό όνομα Romulus Augustulus, σαν να λέμε «Ρωμαιάκος Αυγουστάκος». Ελληνικά αποδόθηκε σαν Ρωμύλος Αυγουστύλος. Το μόνο που έλειπε ήταν ο άνθρωπος που θα έδινε το τελικό φύσημα για να πέσει η «αυτοκρατορία». Εδώ εμφανίζεται ένας Σκίριος από τη Σκανία, την περιοχή περί τη σημερινή Στοκχόλμη (την ξέρουμε και από τα αυτοκίνητα Scania).
Ο Σουηδός την καταγωγή Οδόακρος λοιπόν ήταν ανώτερος αξιωματικός σε λεγεώνα από Ερουλους, Σκίριους και Ρούγιους (Rugii, άλλη φυλή στα βόρεια του Δούναβη), οι οποίοι στασίασαν και βάδισαν κατά της Ρώμης. Ο Αυγουστύλος καθαιρέθηκε και ο Οδόακρος κήρυξε την δημιουργία του Βασιλείου της Ιταλίας, με τον εαυτό του βέβαια για βασιλιά. Aμέσως τέθηκε στην υπηρεσία του πανούργου ανατολικού αυτοκράτορα Ζήνωνα, Ίσαυρου την καταγωγή (από την οροσειρά του Ταύρου), ο οποίος θεώρησε ότι έτσι θα κυβερνούσε και στη Δύση με τον αχυράνθρωπό του. Όμως ο Οδόακρος αφ' ενός είχε γίνει λαοφιλής, αφ' ετέρου ακολουθούσε δική του εξωτερική πολιτική με προσάρτηση της Δαλματίας, συμμαχία με Βησιγότθους και Φράγκους εναντίον Αλαμανών και Σαξόνων και άλλα παρόμοια, που έκαναν τον Ζήνωνα να θέλει να τον ξεφορτωθεί. Τη χρυσή ευκαιρία βρήκε στο πρόσωπο του βασιλιά του Οστρογότθων Θευδέριχου (τον λέμε και Θεοδώριχο, σήμερα το όνομα είναι Dietrich), στον οποίο υποσχέθηκε το βασίλειο της Ιταλίας. Έτσι άρχισε ένας αμφίρροπος πεντάχρονος πόλεμος στη βόρεια Ιταλία, που έληξε με την υπογραφή ειρήνης στη Ραβέννα και με τον Θευδέριχο να σκοτώνει τον Οδόακρο μόλις έδωσαν τα χέρια (493).
Αξίζει να αναφερθεί ένα ασήμαντο γεγονός του πολέμου, που όμως θα είχε τεράστια σημασία στην ευρωπαϊκή Ιστορία. Ανάμεσα στα θέατρα των μαχών ήταν και η Ακουιλήια (Aquileia), ένα ψαροχώρι στις όχθες μιας λιμνοθάλασσας στις βορειοδυτικές ακτές της Αδριατικής. Το μέρος είχε ήδη κακοπάθει από τις επιδρομές των Ούννων σαράντα χρόνια πριν, έτσι τώρα οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να χτίσουν οικισμούς σε πασσάλους στα νησάκια από λάσπη μέσα στη λιμνοθάλασσα. Με τον καιρό βελτίωσαν πολύ την τεχνική της στερέωσης των εδαφών και, αντί για ξύλο, έφερναν πέτρα από την αντικρινή Ίστρια. Ο αναγκαστικός ανεφοδιασμός διά θαλάσσης τούς μετέτρεψε από ψαράδες σε ναυτικούς και εμπόρους και έτσι μέσα από την λιμνοθάλασσα κυριολεκτικά αναδύθηκε η Serenissima, η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας.
Οι Οστρογότθοι ήταν οι μόνοι που μέχρι στιγμής δεν είχαν λεηλατήσει την Ρώμη. Θα συνέβαινε κι αυτό το 546, όταν επί Ιουστινιανού είχε διαλυθεί η συμμαχία με το Βυζάντιο και είχαν αρχίσει οι Γοτθικοί Πόλεμοι. Μετά από πολιορκία ενός χρόνου και ίσως κάποια προδοσία από Ισαύρους της Βυζαντινής φρουράς, οι Οστρογότθοι εισέβαλαν και άρχισαν σφαγές και καταστροφές όπως αυτοί ήξεραν, ενώ ο Βελισάριος έφθασε σε βοήθεια, ανακατέλαβε την πόλη και αμέσως ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για αγνώστους λόγους, αφήνοντας τη Ρώμη στους Οστρογότθους.
Οι τρεις αιώνες της συστηματικής καταστροφής μιας ολόκληρης ηπείρου από έναν ουσιαστικά λαό χρειάζεται να ιδωθούν και από το εξής πρίσμα: Ενός κατακτητή παντελώς αγράμματου και φανατισμένου από μια θρησκεία. Όταν για παράδειγμα οι Ρωμαίοι, τους αιώνες της μεγάλης τους επέκτασης, υποδούλωναν Ελληνες, Αιγυπτίους, ανατολικούς λαούς, αφομοίωναν (συχνά στην νεόπλουτη κακόγουστη εκδοχή) πολλά στοιχεία από τον πολιτισμό τους. Αντίθετα, οι Γερμανικοί λαοί, ξέροντας μόνο από πόλεμο, τα μόνα που έφερναν ήταν τάξη, πειθαρχία, ομοιομορφία και μισαλλοδοξία. Όλα μαζί αυτά δημιουργούν αυτόματα απέχθεια προς κάθε μορφή τέχνης, όπερ και αποδείχθηκε επί αιώνες παντοιοτρόπως (εδώ θ' αρχίσουν κάποιοι να επιχειρηματολογούν για Μπετόβεν και Σίλλερ και Γκαίτε, τους οποίους αμέσως τους διαγράφει το όνομα Χίτλερ). Οι καταστροφές της Ρώμης ή των ελληνικών πόλεων δεν έγιναν μόνο από βαρβαρική άγνοια ή μόνο από τον φανατισμό των νεοφώτιστων, μοιάζουν να έγιναν και από άποψη.
Ας δούμε λίγο και τον Αρειανισμό, που τους συνόδευε ως τον 7ο αιώνα. Ο Άρειος δίδασκε ότι ο Χριστός είναι μεταγενέστερο δημιούργημα του Θεού, μη ισότιμο μέλος της Αγίας Τριάδας. Το Τριαδικό δόγμα στηρίζεται από την Καινή Διαθήκη, όχι όμως από την Παλαιά, η οποία βόλευε έτσι πολύ περισσότερο τους Αρειανούς. Από την άλλη, η Παλαιά Διαθήκη αναφέρεται σταθερά σε Θεό του μίσους, της εκδίκησης και της παραδειγματικής τιμωρίας, σε πλήρη αντίθεση με το κήρυγμα αγάπης και συγχώρησης του Ευαγγελίου.
Όταν περί το 1500 εμφανίστηκε η Μεταρρύθμιση, σε καμμιά περίπτωση δεν θα επανέφερε το Αρειανό δόγμα. Όμως κάποια στοιχεία του αρειανισμού ήταν επόμενο να κρατήσει, στα πλαίσια της οξύτατης κριτικής προς το Βατικανό. Προσέχει αμέσως κανείς ότι η κριτική είναι «από τα δεξιά», ότι δηλαδή δεν είναι αρκετά αυστηρό, δεν τιμωρεί παραδειγματικά, δεν επιδεικνύει λιτότητα κλπ. Από τη νοοτροπία αυτή είχε αρχικά ξεφύγει η Αγγλικανική εκκλησία, από τον τρόπο που δημιουργήθηκε (την προσχώρηση στον Προτεσταντισμό λόγω της ανάγκης ενός σεξομανούς βασιλιά να πάρει διαζύγιο από μια φανατική θεούσα καθολικιά ισπανίδα). Όμως με την δικτατορία του Κρόμγουελ επανήλθαν και οι Αγγλοι στην τάξη, μεταλαμπαδεύοντας τα χειρότερα στοιχεία στην Αμερική, απ' όπου όντως θα ξεφύτρωναν οι ακραίες εκδοχές του Προτεσταντισμού ως κηρύγματος μίσους (το οποίο παρεμπιπτόντως φορτώνουν στον Χριστό, ενώ είναι πάντα βασισμένο στην Παλαιά Διαθήκη), αλλά και ως συμβιβαστικής θεωρίας μεταξύ Θεού και Χρήματος.
Arti
No comments:
Post a Comment