Το «Όχι», ο «Εθνικός Μονόδρομος» και η Μεταδημοκρατία
Μέσω μιας ακατανόητης πρόσθεσης, το «όχι» του 61.31
% του ελληνικού λαού αθροίστηκε στο «ναι» του 38,69%, έτσι ώστε, στο τέλος, θριάμβευσε
το «ναι» με 100%!
Είναι μία από τις μεγάλες μεταδημοκρατικές
στιγμές της μνημονιακής Ελλάδας.
Ουσιαστικά, πρόκειται για την ακύρωση
του δημοψηφίσματος, αφού, με πρόσχημα την εθνική ομοψυχία και την αποφυγή διχασμού,
η κυρίαρχη ερμηνεία υποστηρίζει ότι το άθροισμα του πλειοψηφικού «όχι» και του μειοψηφικού
«ναι», αποτελεί επικύρωση της βούλησης του ελληνικού λαού, στο ότι η ευρωπαϊκή πορεία
της χώρας αποτελεί εθνικό μονόδρομο.
Με βάση αυτή την επικίνδυνη λογική,
που ενώ καταργεί το περιεχόμενο της δημοκρατικής ετυμηγορίας διατηρεί την τυπική
δημοκρατική διαδικασία, υποβάλλεται η ιδέα ότι σε μια κοινωνία δεν υπάρχουν συγκρουόμενα
συμφέροντα, αντικρουόμενες πολιτικές και οικονομικές επιλογές και δρόμοι, με αποτέλεσμα
να καταργείται σιωπηρά το κοινοβουλευτικό πολίτευμα με την εδραίωση της μεταδημοκρατίας.
Το «Όχι» της Ρήξης
Το δημοψήφισμα έγινε σε συνθήκες μονομερούς
ταξικής και αποικιοκρατικής επίθεσης από το εσωτερικό και το εξωτερικό αντίστοιχα.
Το τυπικό ερώτημα που έθεσε η κυβέρνηση
παρακάμφθηκε από τα ίδια τα γεγονότα: η ...
κεντροδεξιά αντιπολίτευση, σε συνεργασία με τους ευρωκράτες και τα εγχώρια ΜΜΕ, επιχείρησε τον εκφοβισμό και την κατατρομοκράτηση του ελληνικού λαού με το σύνθημα «ανήκουμε στην Ευρώπη» και συνεχίζουμε το καθεστώς των αποικιοκρατικών μνημονίων.
κεντροδεξιά αντιπολίτευση, σε συνεργασία με τους ευρωκράτες και τα εγχώρια ΜΜΕ, επιχείρησε τον εκφοβισμό και την κατατρομοκράτηση του ελληνικού λαού με το σύνθημα «ανήκουμε στην Ευρώπη» και συνεχίζουμε το καθεστώς των αποικιοκρατικών μνημονίων.
Ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας,
λίγες μέρες πριν το δημοψήφισμα δήλωνε ότι «Η Ευρώπη και το ευρώ είναι εθνικός μονόδρομος»,
γεγονός που, αφενός, δεν επιδείχνει ουδετερότητα,
αλλά σαφή τοποθέτηση υπέρ του «ναι» και αφετέρου, νοηματοδότησε το διακύβευμα του
δημοψηφίσματος.
Άρα, η πλειοψηφία του ελληνικού λαού,
με το «όχι», έδωσε απάντηση όχι μόνο στην τρομοκρατία και τον εκφοβισμό, στην αντιπολίτευση
και στο σύστημα διαπλοκής που προωθεί τις ταξικές πολιτικές των μνημονίων σε βάρος
του, αλλά, επιπλέον, στην ίδια την ΕΕ.
Το «Όχι» ήταν μια καθαρή εντολή ρήξης
με την ΕΕ και σε πολύ μικρό ποσοστό απαντούσε στο τυπικό ερώτημα που έθεσε η κυβέρνηση.
Την άποψη αυτή ενισχύουν αρκετές δημοσκοπήσεις
που δεν προβλήθηκαν από τα ΜΜΕ, οι οποίες έθεταν το ερώτημα της ρήξης και στις οποίες
το ποσοστό υπέρ της ρήξης ανέρχονταν στο 70%.
Επιπλέον, η γεωγραφική κατανομή του
«όχι» και του «ναι», έδειξε, ότι μέσω του δημοψηφίσματος -κυρίως στα αστικά κέντρα-
εκφράσθηκε η ταξική αντιπαράθεση αστικής τάξης και χαμηλότερων τάξεων.
Στην επαρχία εντούτοις, που οι κοινωνικές
ανισότητες δεν είναι τόσο έντονες, παρατηρήθηκε ένα ενδιαφέρον φαινόμενο: η υπερψήφιση
του όχι, κατά κύριο λόγο, εξέλαβε χαρακτήρα πολιτισμικής ψήφου.
Τοπικές έρευνες έδειξαν, ότι οι ψηφοφόροι
του όχι δεν διάβαζαν καν το ερώτημα του δημοψηφίσματος, αλλά βάσιζαν την επιλογή
τους στη βάση της αντιπαράθεσης Έλληνας/ευρωπαίος.
Αναμφισβήτητα, το «όχι» σημαίνει εντολή
ρήξης και προξενεί εντύπωση η βιαστική κυβερνητική ερμηνεία που το διαστρέφει σε
εντολή «συμφωνίας πάση θυσία», εξομοιώνοντάς το με το «ναι».
Η μικροπολιτική ερμηνεία του «όχι»,
με βάση προειλημμένες αποφάσεις, έρχεται σε σύγκρουση με τη συμβολική διάσταση που
εξέλαβε, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και διεθνώς: το «όχι» του ελληνικού λαού έγινε
κατανοητό, όχι μόνο στο ιστορικό του πλαίσιο-αφού εγγράφεται σε μια μακρά παράδοση
αντίστασης-, αλλά και ως αντίσταση των λαών στη δικτατορία των αγορών, της δημοκρατίας
ενάντια στην μεταδημοκρατία, της αντιπαράθεσης στη γερμανική ΕΕ, της εναντίωσης
στη φιλελεύθερη νεοαποικιακή Δύση.
Περί «εθνικού μονόδρομου» και Μεταδημοκρατίας
Ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας
είναι «ρυθμιστικός του πολιτεύματος», που σημαίνει ότι έχει ρόλο «δημοκρατικού συμβολισμού
της πολιτείας» με κύρια επιδίωξη την κοινωνική συνοχή.
Απόρροια αυτής της αρχής είναι ότι
πρέπει να κρατά ίσες αποστάσεις προς τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, χωρίς
ο λόγος του να διακρίνεται από ιδεολογική φόρτιση που λειτουργεί παρεμβατικά στις
κοινωνικές συγκρούσεις.
Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα, αν,
εν μέσω του δημοψηφίσματος, η παρέμβαση του Προέδρου υπέρ της ΕΕ ("Η πορεία
της Ελλάδας εντός Ευρώπης και εντός Ευρωζώνης είναι εθνικός μονόδρομος»), δεν συνιστά
παραβίαση της ουδετερότητας και τορπίλη στη κοινωνική συνοχή.
Οι απόρροιες μιας τέτοιας παρέμβασης-εφόσον
έγινε αποδεκτή- είναι ότι όσοι πολίτες δε συντάσσονται με την άποψη του Προέδρου -που
θεωρητικά αποτελεί ρυθμιστή του πολιτεύματος και μόνο, και δεν έχει αρμοδιότητες
καθορισμού της πολιτικής- δεν αποτελούν εθνικό σώμα, δεν προφυλάσσονται από το σύνταγμα
και τους νόμους και εν ολίγοις, ανήκουν στο αντισυνταγματικό τόξο.
Στο ίδιο μήκος κύματος, το κοινό ανακοινωθέν
μετά τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών αναφέρει: «Η πρόσφατη ετυμηγορία
του Ελληνικού Λαού δε συνιστά εντολή ρήξης, αλλά εντολή συνέχισης και ενίσχυσης
της προσπάθειας για την επίτευξη μιας κοινωνικώς δίκαιης και οικονομικώς βιώσιμης
συμφωνίας. (…)».
Δηλαδή, «η ετυμηγορία του ελληνικού
λαού», αναφέρεται στον λαό του συνταγματικού τόξου, έτσι όπως προσδιορίστηκε από
τον πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Όσοι από τους πολίτες απέδωσαν στο
«όχι» το περιεχόμενο της ρήξης, όχι μόνο χάνουν την ιδιότητα του πολίτη, αλλά δεν
ανήκουν καν στον ελληνικό λαό.
Προφανώς, με όχημα την εθνική ρητορική,
συντελείται η μετάλλαξη του πολιτεύματος, αφού, αφενός παραβιάζονται θεμελιώδεις
συνταγματικοί κανόνες, αφετέρου, προσδιορίζεται ιδεολογικά το πολιτειακό καθεστώς,
ανεξάρτητα από τη βούληση του ελληνικού λαού και τέλος, οι δημοκρατικές διαδικασίες
εκπίπτουν στο επίπεδο ενός ανούσιου τελετουργικού ψηφοδοσίας που απλά επικυρώνει
την κυρίαρχη ερμηνεία που εκπορεύεται από το καθεστώς εξουσίας.
Η de facto δήλωση
ότι η «Η πορεία της Ελλάδας εντός Ευρώπης (ΕΕ) και εντός Ευρωζώνης είναι εθνικός
μονόδρομος», «όχι μόνο για λόγους οικονομικούς, αλλά και για λόγους εθνικής ασφάλειας»,
δηλώνει ότι η αστική τάξη της χώρας θεωρεί την παραμονή στην ΕΕ ως κάτι που υπερβαίνει
την συνταγματική τάξη και την κοινοβουλευτική Δημοκρατία.
Ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικά
της μεταδημοκρατικής τάξης πραγμάτων είναι ότι, παρότι οι τυπικοί αντιπροσωπευτικοί
θεσμοί παραμένουν, οι αποφάσεις λαμβάνονται από μία πολιτική και επιχειρηματική
ολιγαρχία που επιβάλλει μια λογική διαχειριστικής συναίνεσης.
Στο ελληνικό μεταδημοκρατικό σύστημα
εξουσίας, ή ΕΕ λειτουργεί ως ένα υπερταξικό, εθνικό πρόταγμα που επιβάλλει τον «εκσυγχρονισμό»
και τον «εξορθολογισμό» στη χώρα, δηλαδή το πλήρες άνοιγμα στη λεηλασία του ευρωπαϊκού
κεφαλαίου, το οποίο συντηρεί οικονομικά την παρασιτική εγχώρια ελίτ.
Το «όχι» ως δύναμη ανατροπής
Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ που γρήγορα
αφομοίωσε τη λογική των κομμάτων-καρτέλ, συντασσόμενη με την ευρωπαϊκή και την εγχώρια
ελίτ, μέσα από την μεταδημοκρατική μετάλλαξη του νοήματος του «όχι», ελπίζει ότι
υπάρχει η συναίνεση για την επιβολή ενός τρίτου μνημονίου.
Εντούτοις, η κυβέρνηση δεν διαθέτει
ουδεμία νομιμοποίηση, όπως και η κεντροδεξιά αντιπολίτευση, αλλά και ο ίδιος ο Πρόεδρος
της Δημοκρατίας.
Αυτή η έλλειψη νομιμοποίησης που είναι
συνειδητή για το πλήθος των πολιτών που υπερψήφισε το «όχι», δεν θα επιτρέψει την
εφαρμογή του σχεδίου υποταγής της χώρας στους δανειστές.
Είναι βέβαιο ότι η ηγετική ομάδα του
ΣΥΡΙΖΑ, αποκομμένη από τη κινηματική βάση της αλλά και από μια μεγάλη μερίδα κυβερνητικών
βουλευτών, θα αναγκαστεί να συμμαχήσει με την κεντροδεξιά, μέσω της συνήθους εθνικής
ρητορικής περί σωτηρίας της χώρας.
Εντούτοις, η απονομιμοποίησή της θα
οδηγήσει αναπόφευκτα σε εκλογές, γεγονός που θα σηματοδοτήσει την ανάδειξη πολιτικών
δυνάμεων με καθαρά αντιευρωπαϊκό χαρακτήρα.
No comments:
Post a Comment