Με αφορμή το «Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής και Εθνικής Ανασυγκρότησης για την Ελλάδα» των Λαπαβίτσα - Φλάσμπεκ
Πρόσφατα ήλθε στα χέρια μου το «Σχέδιο Κοινωνικής Αλλαγής και Εθνικής
Ανασυγκρότησης για την Ελλάδα», που εκπόνησαν οι κ. Κώστας Λαπαβίτσας και ο
Χάινερ Φλάσμπεκ. Οι πρώτες μου εντυπώσεις υπήρξαν απολύτως θετικές, αφού η
επιμέλεια του όλου τεύχους είναι άριστη και διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά μιας
εμπεριστατωμένης και επαρκώς τεκμηριωμένης επιστημονικής εργασίας επάνω στο
ελληνικό ζήτημα.
Ωστόσο, μελετώντας το κείμενο, από
τις πρώτες κιόλας γραμμές, αισθάνθηκα ότι η όλη προσέγγιση των Λαπαβίτσα -
Φλάσμπεκ στηρίζεται σε ορισμένες παραδοχές, οι οποίες δεν πείθουν για την
ακρίβεια τους, έτσι ώστε όλες οι μετέπειτα προσεγγίσεις τους και οι προτάσεις,
να ακολουθούν μια εντελώς λανθασμένη διαδρομή και να οδηγούν σε επίσης λάθος
συμπεράσματα.
Δεν είναι σκοπός αυτού του
σημειώματος να προχωρήσει σε μια ολοκληρωμένη κριτική αποτίμηση της συγκεκριμένης
μελέτης, αλλά να σταθεί αρχικά σε κάτι εξόφθαλμα ανεδαφικό με βάση το οποίο ξετυλίγεται
η συλλογιστική της. Ήδη από το πρώτο κεφάλαιο περί της αποτυχίας της ΟΝΕ, η
μελέτη φαίνεται να αγνοεί τις πολιτικές και γεωπολιτικές επιδιώξεις δημιουργίας
και στη συνέχεια λειτουργίας της ΟΝΕ στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδιασμού της ευρωπαϊκής
ολοκλήρωσης με συγκεκριμένα...
χαρακτηριστικά, αυτά μιας νέας απολυταρχίας που επιβάλλεται σταδιακά επί του συνόλου των ευρωπαϊκών χωρών, εξετάζοντας την αποκλειστικά από μια οικονομίστικη καθαρά μονεταριστική σκοπιά.
χαρακτηριστικά, αυτά μιας νέας απολυταρχίας που επιβάλλεται σταδιακά επί του συνόλου των ευρωπαϊκών χωρών, εξετάζοντας την αποκλειστικά από μια οικονομίστικη καθαρά μονεταριστική σκοπιά.
Διακρίνει αμέσως ότι η ΟΝΕ
βρίσκεται σε καθεστώς πλήρους αποτυχίας. Αναφέρεται συγκεκριμένα: «Στις αρχές του 2015 η ΟΝΕ πλησιάζει πλέον
στην ολοκληρωτική της αποτυχία. Η οικονομία βρίσκεται σε στασιμότητα, ο
αποπληθωρισμός έχει γίνει μια πραγματική απειλή και η ανεργία ξεπερνάει το 10
%, με ποσοστά στη Νότια Ευρώπη άνω του 25 %. Η αποτυχία της ΕΕ να αντιμετωπίσει
την κρίση της Ευρωζώνης είναι πλέον προφανής….». Πράγματι, αυτή είναι η
εικόνα στην επιφάνεια. Η ΟΝΕ και
κατά συνέπεια το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης φαίνεται να αποτυγχάνει. Αποτυγχάνει
όμως με βάση ποια κριτήρια;
Διότι, αν το κριτήριο ήταν εξ
αρχής η δημιουργία μιας Ε.Ε. με κοινωνική συνοχή, με δημοκρατικές διαδικασίες
και με πραγματική σύγκλιση των εντελώς ανόμοιων και ανισομετρικά διαρθρωμένων οικονομιών
των επί μέρους κρατών, τότε πράγματι τόσο η Ε.Ε., όσο και το εργαλείο για την
ολοκλήρωσή της, η ΟΝΕ, έχουν αποτύχει οικτρά. Και όχι μόνο τώρα στην πορεία,
αλλά εξ αρχής με τη διαμόρφωση των συνθηκών και των κανόνων που επιβλήθηκαν για
τη λειτουργία της. Συνθήκες και κανόνες που ουδόλως φαίνεται να απασχολούν τους
συγγραφείς της μελέτης. Όμως με την εμπειρία που έχει αποκτηθεί, πολύ δύσκολα
κάποιος μπορεί να πεισθεί, ότι αυτό ήταν το κριτήριο και απλά οι πολιτικές που
εφαρμόζονται είναι λάθος.
Πράγματι, η μελέτη Λαπαβίτσα - Φλάσμπεκ
δείχνει να αγνοεί, ή συνειδητά να υποβαθμίζει, τη σημασία ολόκληρου του
πλέγματος των θεμελιακών νόμων ίδρυσης και λειτουργίας της Ε.Ε. και της Ο.Ν.Ε.,
στην ιστορική τους συνέχεια και τις επιπτώσεις της ένταξης της χώρας μας ήδη
από το 1981 στη τότε Ε.Ο.Κ.
Έτσι, βιάζεται να αναγνωρίσει τη
ρίζα του προβλήματος στην οικονομική (καθαρά) πολιτική που ακολουθεί η Γερμανία
στο εσωτερικό της και το χάσμα ανταγωνιστικότητας που δημιουργείται έτσι μεταξύ
της Γερμανίας και των υπολοίπων. Διαπιστώνεται συγκεκριμένα: «Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στο μεγάλο
χάσμα της ανταγωνιστικότητας προς όφελος της Γερμανίας, το οποίο δημιουργήθηκε
από τη γερμανική νεο-μερκαντιλιστική πολιτική που εφαρμόστηκε από τις πρώτες
κιόλας ημέρες του ευρώ. Εν συντομία,
η Γερμανία έχει συστηματικά περιστείλει
την αύξηση των εγχώριων μισθών, αποκτώντας έτσι τεράστια πλεονάσματα στις
διεθνείς της συναλλαγές». Προφανώς
αυτό είναι αλήθεια, αλλά δεν είναι η μόνη, ούτε η πλέον χαρακτηριστική, ώστε να
αποτελεί τη ρίζα του προβλήματος κατά τη μελέτη.
Κατ’ αρχήν, αναγνωρίζεται ο
πρωταγωνιστικός ρόλος της Γερμανίας, που εφαρμόζοντας στο εσωτερικό της περιστολές
στις αυξήσεις των αποδοχών των εργαζόμενων τάξεων, καταφέρνει να σύρει της υπόλοιπες
27 τόσες χώρες. Δηλαδή, αναγνωρίζεται το δικαίωμα σε μια χώρα της Ε.Ε. -οσοδήποτε
μεγάλη κι αν είναι αυτή- να καθορίζει η ίδια και σύμφωνα με τα δικά της συμφέροντα,
ή τις αντιλήψεις της, συνολικά την πορεία της ευρωένωσης, με τους υπόλοιπους να
ετεροκαθορίζονται. Τέτοια η ισοτιμία στις σχέσεις εντός Ε.Ε.και αυτό να γίνεται
έμμεσα αποδεκτό.
Και αυτό φυσικά είναι αλήθεια ότι
συμβαίνει, δηλαδή η Γερμανία «να σέρνει το χορό», γι’ αυτό πολλοί ομιλούν για
τη δημιουργία ενός 4ου Ράιχ. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό και γιατί οι
υπόλοιπες χώρες δεν αντιδρούν; Αποτελεί μια ιστορική νομοτέλεια, που υποχρεώνει
τους πάντες να πειθαρχούν, ή είναι συγκεκριμένα συμφέροντα που την επιβάλουν
και οι ηγεμονικές ελίτ, ταυτισμένες ολοκληρωτικά με αυτά τα συμφέροντα την
υιοθετούν πλήρως;
Η μελέτη σπεύδει να διαπιστώσει «….η πολιτική αναταραχή που καθοδηγείται κατά
κανόνα από τη Δεξιά, να απειλεί τη δημοκρατία και την ίδια την ύπαρξη της ΕΕ. Η
αποτυχία στην αντιμετώπιση του υψηλού ποσοστού της ανεργίας και η αυξανόμενη
φτώχεια, έχουν ανοίξει το δρόμο στην ακροδεξιά και στα λαϊκιστικά κόμματα τόσο
στις δανειοδότριες χώρες, όσο και στις χώρες οφειλέτες. Απέναντι στους κινδύνους
αυτούς, τα οφέλη μιας χώρας ως μέλος της ΟΝΕ είναι μικρά και το πιο σημαντικό,
συρρικνώνονται πολύ γρήγορα…..». Κι αναρωτιέται κανείς είναι η ακροδεξιά
και τα λαϊκιστικά κόμματα, ο κίνδυνος που προβάλει και απειλεί τη δημοκρατία, ή
η ίδια η μετεξέλιξη της Ε.Ε. σε ένα μόρφωμα ολοκληρωτισμού και σε μια
δικτατορία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, καταστρέφοντας ολόκληρες κοινωνίες,
που αυτά τα λαϊκιστικά, ή ακροδεξιά κόμματα, που φοβίζουν τους συγγραφείς της μελέτης,
αντιδρώντα σε αυτή την πορεία εκφασισμού και καταστροφής φαντάζουν δημοκρατικά,
προοδευτικά και αριστερά; Και που βρίσκεται άραγε αυτή η "πραγματική" αριστερά που θα
υπερασπίζονταν τα λαϊκά συμφέροντα και θα έδινε τη μάχη για τη δημοκρατία;
Πέραν του πιο χυδαίου
φεντεραλισμού που έγινε ο υπέρτατος λόγος ύπαρξης αυτής της «αριστεράς» σε
βάρος κάθε λαϊκού συμφέροντος και αυτής της ίδιας της δημοκρατίας, μάχη για τη
δημοκρατία και ενάντια στο φασισμό σήμερα είναι μάχη και αγώνας ενάντια στην Ευρωπαϊκή
Ένωση συνολικά! Η ακροδεξιά στη χώρα μας, αλλά και στις άλλες χώρες
παίζει το
ρόλο που έπαιζε πάντα, αυτό του αντίπαλου δέους και του
αποπροσανατολισμού από
τον κύριο στόχο, αποδεικνύοντας ταυτόχρονα, ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να
υπάρξει
αυτή η φεντεραλιστική «αριστερά» ως αναγκαίο δεκανίκι και «προβιά» της
πιο σκληρής δεξιάς, σχηματίζοντας μαζί της το γνωστό δίπολο εγκλωβισμού
των μαζών,
δίχως αυτό το αντίπαλο δέος. Γι’ αυτό και η ακροδεξιά ενισχύεται
πανταχόθεν!
Αλλά ας επανέλθουμε στο κύριο
θέμα μας. Είναι λοιπόν, μόνο η «μερκαντιλιστική» πολιτική που ακολουθεί η
Γερμανία ο μοναδικός, ή ο κύριος λόγος για ότι συμβαίνει; Ή μήπως είναι
ολόκληρη η «αρχιτεκτονική» της Ε.Ε. και του κοινού νομίσματος που οδηγεί σε
συγκεκριμένα αποτελέσματα κατά βάση επιθυμητά από τους σχεδιαστές και
εφαρμοστές αυτής της «αρχιτεκτονικής»;
Από την άλλη, η επικέντρωση στο
ζήτημα της «ανταγωνιστικότητας» μέσω της μείωσης του μισθολογικού κόστους, που
φαίνεται να ασπάζονται οι συγγραφείς της μελέτης και γι’ αυτό «κατηγορούν» τη
Γερμανία, μήπως είναι εντελώς παραπλανητικό και υποκρύπτει άλλου είδους
σκοπιμότητες;
Διότι τίποτε δεν είναι εκείνο που
μπορεί να πείσει στα σοβαρά, ότι η καθήλωση ή η μείωση των μισθών μπορεί να
προσφέρει κάτι στο να γίνει μια οικονομία ανταγωνιστική σε σχέση με μίαν άλλη,
ή άλλες. Αν ήταν έτσι, τότε η Ελλάδα θα ήταν εξαιρετικά ανταγωνιστική των
βορειοευρωπαϊκών χωρών εδώ και πολύ καιρό. Μόνο προσωρινά και σε έκτακτες
συνθήκες θα μπορούσε η μείωση μισθών να βοηθήσει. Αυτό που εξασφαλίζει «ανταγωνιστικότητα»
σε μια οικονομία είναι η αύξηση της παραγωγικότητας και ιδιαίτερα αυτή της εργασίας.
Και αυτό είναι που έχει πετύχει στην πράξη η Γερμανία. Βεβαίως είχε το μέγεθος,
το υπόβαθρο και την ελευθερία των επιλογών για να το καταφέρει και μόνο
επικουρικά μπορεί να θεωρείται ότι βοήθησε η περιοριστική πολιτική μισθών, που
όντως ακολουθείται ήδη από τη δεκαετία του ‘90. Κι επειδή στην Ε.Ε. -που
απειλείται από τους «λαϊκιστές»- καταστρέφεται συστηματικά και με σχέδιο το
υπόβαθρο των πιο αδύναμων χωρών, ενώ ταυτόχρονα στερούνται την ελευθερία των
επιλογών, τι άλλο απομένει εκτός από τη λιτότητα και τη φτωχοποίηση;
Το να ζητείται από τη Γερμανία να
αλλάξει το παραγωγικό της μοντέλο, επειδή κατορθώνει να κυριαρχεί στις εξαγωγικές
αγορές είναι τουλάχιστον ακατανόητο και αδυνατίζει σοβαρά κάθε
επιχειρηματολογία ενάντια στις πολιτικές που ακολουθούνται και έχουν οδηγήσει στα
αδιέξοδα που -κατά τα άλλα- περιγράφονται.
Ουσιαστικά η διαπίστωση και η
παραδοχή, ότι η Γερμανία έγινε και παραμένει εξαιρετικά ανταγωνιστική χάριν της
περιοριστικής πολιτικής στις αμοιβές της εργασίας στο εσωτερικό της, πέραν του
ότι είναι λανθασμένη, αφού αγνοεί τα υπόλοιπα στοιχεία, δικαιώνει αυτή την περιοριστική πολιτική, καθώς και το σύνολο των
πολιτικών λιτότητας που ακολουθούνται πανευρωπαϊκά και με ιδιαίτερη ένταση στη
χώρα μας τα τελευταία μνημονιακά χρόνια. Επειδή στη θέση του Σόιμπλε προσωπικά
θα απαντούσα σε αυτούς που θα μου ζητούσαν αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου: «Αφού η Γερμανία πέτυχε ακολουθώντας μια
τέτοια πολιτική, κάνετε κι εσείς το ίδιο, ποιος σας εμποδίζει, εξ άλλου κι
εμείς αυτό σας ζητούμε! Διαφορετικά θέλετε και το σκύλο χορτάτο και την πίτα
ολόκληρη! Αυτό όμως δεν γίνεται!».
No comments:
Post a Comment